Λέξη: διμοιρία

Σχετικές λέξεις: διμοιρία

διμοιρία wiki, διμοιρία επιδείξεων σμυ, διμοιρία επιδείξεων στυα, διμοιρία ορισμός, διμοιρία ποσα ατομα, διμοιρία φοινιξ, διμοιρία επιδείξεων σσασ, διμοιρία ματ, διμοιρία επιδείξεων σσε, διμοιρία επιδείξεων

Συνώνυμα: διμοιρία

ουλαμός

Μεταφράσεις: διμοιρία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
platoon, squad, squad of, platoon of, platoon was
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pelotón, pelotón de, al pelotón, de pelotón, del pelotón
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
polizeiaufgebot, Zug, Platoon, Zuges, Platoons
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
section, peloton, peloton de, de peloton, platoon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
plotone, al plotone, platoon, il plotone, plotone di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pelotão, de pelotão, pelotão de, do pelotão, pelotăo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peloton, peleton, platoon, peloton van, het peloton
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взвод, взвода, во взвод, взводом, взводе
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tropp, troppen, platoon, tropps
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pluton, plutonen, platoon
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joukkue, Platoon, joukkueen, joukkueensa, joukkueeseen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
deling, delingsfører, delingen, platoon
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
četa, četě, četu, čety, rota
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pluton, plutonu, platoon
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakasz, szakaszparancsnok, szakasznak, osztag, szakasszal
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takım, müfreze, platoon, müfrezesi, müfrezesinin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
платонічний, взвод, звід, взведення
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
togë, toga, togë e, togut, toge
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взвод, взвода, на взвод, взводен, взводът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзвод, узвод, адзення ўзвод
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rühm, rühmavanema, platoon, rühmaülema, rühmasuuruse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vod, voda, o vodu, vodu koji
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
platoon
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būrys, būrio, karių būrys, būrį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vads
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вод, водот, вод на, вод за, на вод
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pluton, plutonul, de pluton, pluton de, plutonului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
četa, platoon, vod, osnovni vod, vodja voda
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čata, personál
Τυχαίες λέξεις