Годичный στα ελληνικά
Μετάφραση: годичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετήσια, ετήσιος, ετησίως, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- година στα ελληνικά - καιρός, χρόνος, χρονιά, ώρα, φορά, έτος, Godin, ...
- годиться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, κοστούμι, είμαι, κάνω, βολεύω, εξυπηρετώ, ...
- годность στα ελληνικά - χρησιμεύω, όφελος, επισκευάζω, ισχύς, ωφελώ, καταλληλότητα, επισκευή, ...
- годный στα ελληνικά - κατάλληλος, εφαρμόσιμος, καλός, ταιριαστός, εκλέξιμος, σκόπιμος, αγαθός, ...
Τυχαίες λέξεις
Годичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετήσια, ετήσιος, ετησίως, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
Μεταφράσεις: ετήσια, ετήσιος, ετησίως, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας