Гонец στα ελληνικά
Μετάφραση: гонец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, κήρυκας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
Μεταφράσεις
- гондурасский στα ελληνικά - Ονδούρας, Ονδούρα, της Ονδούρας, Honduran
- гонение στα ελληνικά - διωγμός, καταδίωξη, δίωξης, διώξεις, διωγμό
- гонимый στα ελληνικά - οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
- гониометр στα ελληνικά - μοιρογνωμόνιο, γωνιόμετρο, γωνιομέτρου, γωνιόμετρο να, γωνιόμετρου
Τυχαίες λέξεις
Гонец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, κήρυκας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
Μεταφράσεις: αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, κήρυκας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου