Горн στα ελληνικά
Μετάφραση: горн, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
Μεταφράσεις
- гормон στα ελληνικά - ορμόνη, ορμόνης, ορμονών, ορμόνες, αυξητικής
- гормональный στα ελληνικά - ορμονικές, ορμονική, ορμονικά, ορμονικών, ορμονικής
- горнило στα ελληνικά - φούρνος, κλίβανος, ζωτικός, κρίσιμος, εστία, εστίας, τζάκι, ...
- горнист στα ελληνικά - σαλπιγκτής, σαλπιγκτή
Τυχαίες λέξεις
Горн στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
Μεταφράσεις: κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος