Городовой στα ελληνικά

Μετάφραση: городовой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστυνόμος, αστυφύλακας, αστυνομικός, αστυνομικό, αστυνομικού, χωροφύλακα
Городовой στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • городишко στα ελληνικά - μέρος, τοποθετώ, τόπος, μικρή πόλη, κωμόπολη, μικρής πόλης, μικρή πόλη που, ...
  • городки στα ελληνικά - gorodki
  • городок στα ελληνικά - πόλη, τοποθετώ, τόπος, μέρος, πόλης, Town, της πόλης, ...
  • городской στα ελληνικά - αστικός, δημοτικός, πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
Τυχαίες λέξεις
Городовой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστυνόμος, αστυφύλακας, αστυνομικός, αστυνομικό, αστυνομικού, χωροφύλακα