Λέξη: περούκα
Σχετικές λέξεις: περούκα
περούκα στα αγγλικα, περούκα amy winehouse, περούκα αη βασίλη, περούκα μετάφραση, περούκα παπακωνσταντινου, περούκα τιμή, περούκα jumbo, περούκα ονειροκρίτης, περούκα αφάνα, περούκα γκέισα
Συνώνυμα: περούκα
φενάκη
Μεταφράσεις: περούκα
περούκα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wig, a wig, wig is, hair piece
περούκα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
postizo, peluca, la peluca, peluca de, peluca del, de la peluca
περούκα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
perücke, Perücke, wig, Perücken
περούκα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
perruque, la perruque, perruque de, wig, perruques
περούκα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parrucca, della parrucca, la parrucca, parrucca di, parrucca del
περούκα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peruca, wig, peruca de, cabeleira, a peruca
περούκα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pruik, wig, pruik te
περούκα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
драка, тупей, парик, парика, парике
περούκα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parykk, parykken, wig, parykker
περούκα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
peruk, peruken, wig, wigen
περούκα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peruukki, wig
περούκα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
paryk, parykken, wig, parykker
περούκα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlásenka, paruka, paruku, Wig, paruky, parukou
περούκα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
peruka, wig, perukę, peruki, peruce
περούκα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejmosás, szidás, paróka, parókát, parókáját
περούκα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
peruk, peruğu, wig, bir peruk
περούκα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
холостий, неодружений, овдовілий, перуку, перука, парик
περούκα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parukë, parukë e, paruka, paruka e, parukë të
περούκα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перука, перуката, перуки, на перуката
περούκα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парык, валоснік
περούκα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viig, naiselik, parukas, paruka, parukat, wig
περούκα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vlasulja, perika, perike, periku, perika koja
περούκα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Wig
περούκα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perukas, PERUKAI, wig, barti, vainoti
περούκα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parūka, Wig, parūkas, parūku
περούκα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
перика, периката, перики, перика за, периката од
περούκα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
perucă, peruca, peruca din, peruca de, peruci
περούκα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
wig, lasulja, lasuljo, barvi
περούκα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
parochňa, paruka
Τυχαίες λέξεις