Двусторонний στα ελληνικά

Μετάφραση: двусторонний, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διμερής, αναστρέψιμη, αναστρέψιμες, αντιστρεπτή, αναστρέψιμο, αναστρέψιμα
Двусторонний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • двустворчатый στα ελληνικά - δίθυρος, κυνόδοντας, δύο αιχμές
  • двустишие στα ελληνικά - δίστιχο, μαντινάδα, couplet, κουπλέ
  • двууглекислый στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
  • двухатомный στα ελληνικά - διατονικός, διατομικά, διατομικού, διατομικών, διατομικόν
Τυχαίες λέξεις
Двусторонний στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διμερής, αναστρέψιμη, αναστρέψιμες, αντιστρεπτή, αναστρέψιμο, αναστρέψιμα