Λέξη: δημητριακό

Σχετικές λέξεις: δημητριακό

δημητριακό ντίνκελ, δημητριακό ζέα, δημητριακό ζειά, βρίζα δημητριακό, δημητριακό το «ζεα», δημητριακό ζέας, δημητριακό ζέα wiki, δημητριακό της ασίας, δημητριακό το, δημητριακό ζέα αγορα, ζέα δημητριακό

Συνώνυμα: δημητριακό

σιταρικό

Μεταφράσεις: δημητριακό

δημητριακό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cereal, grain, cereal of, cereal concerned, cereal is

δημητριακό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cereal, cereales, de cereales, de cereal, cereales de

δημητριακό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zerealie, getreidepflanze, korn, getreide, kornfrucht, Getreide, Müsli, Getreide-, cereal

δημητριακό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grain, blé, graine, céréale, céréales, céréalière, de céréales, des céréales

δημητριακό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grana, frumento, grano, chicco, granello, cereale, cereali, di cereali, dei cereali, cereali per

δημητριακό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grão, cereais, cereal, de cereais, de cereal, dos cereais

δημητριακό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koren, graan, pit, korrel, zaadkorrel, cornflakes, graan-, graansoort, granen, ontbijtgranen

δημητριακό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хлеб, злак, каша, зерно, зерновой, зерновых, крупа, зерновые

δημητριακό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korn, frokostblanding, kornblanding, frokostblandinger

δημητριακό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korn, gryn, spannmål, säd, stråsäd, spannmåls, flingor, spannmåls-

δημητριακό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elo, vilja, viljalaji, viljakasvi, jyvä, rae, viljakasvien, viljan, cereal, vilja-

δημητριακό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
korn, korn-, fra korn-, kornart, af korn

δημητριακό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zrno, obilovina, obilní, obilnina, obilovin, obilná

δημητριακό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płatki, zboże, zbóż, cereal, zbożowych

δημητριακό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gabonanövény, liszttermék, zabpehely, gabonapehely, gabona, gabonaalapú, gabona-, gabonafélék, gabonavetőmagok

δημητριακό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tane, tohum, tahıl, hububat, kabuğu, kabuğu çıkarılmış tane

δημητριακό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хлібний, злак, зерновий, зернової, зерновій, зерновою, зернового

δημητριακό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drithë, drithi, drithëra, drithërave, drithërat, drithëra të

δημητριακό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зърнен, зърнени култури, от зърнени култури, за зърнени култури, на зърнени култури

δημητριακό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пшанiца, зярно, збожжавы, збожжавай, зерневай, збожжава, зерневы

δημητριακό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puder, helbed, teravili, teravilja, teraviljaseemne, teraviljasaaduste, teravilja-

δημητριακό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žitarice, žitarica, cerealija, pahuljice, žitaricama

δημητριακό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
korn, morgunkorn, kornstrá, með korn, matvæli með korn

δημητριακό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
javai, grūdai, grūdų, javų, cereal

δημητριακό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
graudu, labības, graudaugu, labība

δημητριακό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жито, житни, житни култури, житарици, житните

δημητριακό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cereale, de cereale, cerealelor, crupe, cerealieră

δημητριακό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obilní, žit, žitni, žitna, žito, žitaric

δημητριακό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obilný, obilní, obilnina, obilí, obilnín, niekoľkých obilnín, obilovina

Στατιστικά δημοτικότητας: δημητριακό

Τυχαίες λέξεις