Действенный στα ελληνικά
Μετάφραση: действенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρωματικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, ακμαίος, ενεργός, ισχυρός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дейдвуд στα ελληνικά - άχρηστα ξύλα, ξηρά ξύλα, άχρηστων φύλλων, deadwood, του νεκρού ξύλου
- действенность στα ελληνικά - αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητά, της αποτελεσματικότητας
- действие στα ελληνικά - διενέργεια, αναπληρωματικός, κίνηση, επενεργώ, προτέρημα, ισχύς, λειτουργία, ...
- действительно στα ελληνικά - πράγματι, πραγματικός, ουσιαστικά, σχεδόν, αρκετά, επίσης, εντελώς, ...
Τυχαίες λέξεις
Действенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, ακμαίος, ενεργός, ισχυρός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Μεταφράσεις: αναπληρωματικός, αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, ακμαίος, ενεργός, ισχυρός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές