Λέξη: λευκαντικό

Σχετικές λέξεις: λευκαντικό

λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό gel, λευκαντικό δοντιών, λευκαντικό ρούχων, εύρηκα λευκαντικό, λευκαντικό οξυγόνου

Συνώνυμα: λευκαντικό

άσπρισμα ρούχων, λεύκανση, άσπρισμα, τιτανοκονίδα, κόνη κιμωλιάς, λευκίσκος

Μεταφράσεις: λευκαντικό

λευκαντικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bleach, whitening, bleaching, bleaching agent

λευκαντικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colar, blanquear, emblanquecer, lejía, blanqueador, blanqueo, de blanqueador, de lejía

λευκαντικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bleichen, bleichmittel, entfärben, Bleichmittel, ausbleichen, Bleich

λευκαντικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décolorer, herber, blanchir, javellisant, eau de Javel, agent de blanchiment, l'eau de Javel

λευκαντικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbiancare, candeggiare, candeggina, candeggiante, di candeggina, bleach

λευκαντικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvejante, lixívia, água sanitária, bleach, branqueador

λευκαντικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bleekmiddel, bleekwater, bleken, bleek, bleekmiddelen

λευκαντικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отбеливаться, отбелить, отбеливатель, отбеливание, обесцвечивать, отбеливать, Bleach, отбеливателя, хлорной

λευκαντικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bleike, bleke, blekemiddel, blekemidler, bleach

λευκαντικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blekmedel, bleknings, blekmedels, blekmedlet, bleach

λευκαντικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valjeta, valkaista, valkaisu, valkaisuaine, valkaisuainetta, Valkaisu, Valkaisu kielletty, valkaisuaineen

λευκαντικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blegemiddel, klorvand, blegemidler, blege, bleach

λευκαντικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bělit, bílit, bělidlo, bělicí, bělidla, bělící, bělícího

λευκαντικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozjaśnić, wybielić, wybielacz, wybielać, bielik, rozjaśniać, bielić, bielenie, wybielacza, bleach, bielenia

λευκαντικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fehérítő, fehérítőt, fehérítőszer, szőkítő, fehérítőszert

λευκαντικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beyazlatmak, ağartmak, ağartıcı, ağartma, ağartma maddesi, çamaşır suyu, beyazlatma

λευκαντικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбілювати, знебарвлювати, відбілювач, вибілювач, відбілювача, отбеливатель

λευκαντικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbardhues, zbardh, Bleach, zbardhues e, zbardhet

λευκαντικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
белина, изрусител, на белина, изрусител за

λευκαντικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбельвальнік, адбельнік

λευκαντικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valgendi, pleegitama, pleekima, bleach, valgendit, valgendada, valgendiga

λευκαντικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeljeti, bjelilo, bijeliti, izbjeljivač, izbjeljivati, varikina

λευκαντικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Bleach, klórinn, bleikingar, klór, Látið klórinn

λευκαντικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baliklis, Bleach, balinimo, baliklio, balti

λευκαντικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balinātājs, balinātāju, balināšana, balinošās, bleach

λευκαντικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Кајгана, белилото, белило, избелувач, белење

λευκαντικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înălbitor, albire, inalbitor, bleach, de albire

λευκαντικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
belilo, bleach, belila, belilno

λευκαντικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bielidlo, bielidlá
Τυχαίες λέξεις