Делать στα ελληνικά

Μετάφραση: делать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχρηστεύω, εκτελώ, προκαταλαμβάνω, δουλειά, εργάζομαι, γελοιοποιώ, μεταβάλλω, εμβολιάζω, δουλεύω, αντικατοπτρίζω, φτιάχνω, σχόλιο, προλαμβάνω, μετουσιώνω, πληρώνω, μόσχευμα, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Делать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • деланность στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, προσποίηση, πλαστότης, τεχνητού, τεχνητό, πλαστότητα
  • деланный στα ελληνικά - δραματικός, τεχνητός, επιτηδευμένος, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, ...
  • делаться στα ελληνικά - παίρνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, διαδραματίζω, έρχομαι, συμβαίνω, αποκτώ, ...
  • делегат στα ελληνικά - αντιπροσωπευτικός, παραστατικός, αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπο, αντιπρόσωπο
Τυχαίες λέξεις
Делать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχρηστεύω, εκτελώ, προκαταλαμβάνω, δουλειά, εργάζομαι, γελοιοποιώ, μεταβάλλω, εμβολιάζω, δουλεύω, αντικατοπτρίζω, φτιάχνω, σχόλιο, προλαμβάνω, μετουσιώνω, πληρώνω, μόσχευμα, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν