Λέξη: σαρώνω

Σχετικές λέξεις: σαρώνω

σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνώνυμο

Συνώνυμα: σαρώνω

σκουπίζω

Μεταφράσεις: σαρώνω

σαρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scan, sweep, I scan

σαρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
examinar, escobar, barrer, redada, extensión, barrido, de barrido

σαρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abtasten, überfliegen, untersuchen, abtastung, Schwung, fegen, Bogen, kehren, Sweep

σαρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
examiner, inspecter, parcourir, exploration, explorer, repasser, observer, sonder, fouiller, balayage, étudier, scruter, rechercher, balayent, balayer, balayez, balayage de, sweep, balai

σαρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spazzare, ramazzare, scopare, spazzata, di spazzata, di sweep, la spazzata

σαρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
olhar, escalas, sueco, varrer, varredura, de varredura, varrimento, sweep

σαρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oprit, scanderen, oprijlaan, vegen, veeg, sweep, zwaai, bereik

σαρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обметать, шаблон, скандировать, тралить, пересмотреть, вычеркивать, мести, трубочист, подметать, грязнуля, переглянуться, уничтожать, сканировать, сметать, намести, выметать, развертка, развертки, размах, стреловидности, свипирования

σαρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sope, granske, feie, sweep, sveip, sveipe, fei

σαρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sopa, svep, sweep

σαρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selailla, selata, pyyhkäistä, vilkaista, kiitää, kartoittaa, lakaista, sutaista, ajaa, ala, lukaista, Lakaise, sweep, pyyhkäisy, pyyhkäisyn

σαρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
feje, sweep, slag, viskerslag, fej

σαρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zametání, přeletět, proletět, zametat, vymetání, prozkoumat, metení, zkoumat, mést, zamést, rozmítání, sweep

σαρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawdzać, skandować, przepatrywać, podmiatać, mieść, wymiatać, badać, zmiatać, omiatać, przeglądać, zamiatać, zamiatanie, zmieść, szukać, skanować, prześwietlać, omiecenie, przemiatania, Sweep

σαρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pásztázás, skandálható, átfogóképesség, letapogatás, söprés, sweep, söpörni, A sweep

σαρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süpürme, tarama, sweep, silme, kıvrılma

σαρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестися, розшук, вивчати, сканувати, скандувати, замітати, сканування, змітати, журавель, розгортка, розгорнення, развертка

σαρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përlaj, fshij, spastrim, oxhakfshirës, njeri i poshtër, përfshij

σαρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
метене, извивка, помитане, измитам, размах

σαρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разгортка

σαρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühkima, skaneerima, piirjoon, sweep, Eemaldamisseadme, eemaldamisseade, eemaldamisseadme üles

σαρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očitati, ispitivanje, razlaganje, zamah, pretražiti, mesti, pomesti, mah, sweep, čišćenje, đeram

σαρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sópa, geisa

σαρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valymas, šluoti, kaminkrėtys, šlavimas, brauktuvo

σαρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slaucīšana, vēziens, slaucīt, ritums, brāzties

σαρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замав, Понесете, мета, издржам, чистката

σαρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mătura, matura, baleiere, rotire, baleiaj

σαρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sweep, zamah, dimnikar, loki, pometanje

σαρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozmach, zametať, zametat, zamiesť, zametanie, upratovať
Τυχαίες λέξεις