Деловитость στα ελληνικά

Μετάφραση: деловитость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτελεσματικότητα, busyness
Деловитость στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дело στα ελληνικά - διεκπεραίωση, ερώτηση, αγορά, περιστατικό, δουλεύω, υπόθεση, επάγγελμα, ...
  • деловито στα ελληνικά - πολυασχολώς, δραστήρια, ζήλο, δραστήρια την, δραστήρια τις
  • деловитый στα ελληνικά - μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
  • деловой στα ελληνικά - απασχολημένος, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Τυχαίες λέξεις
Деловитость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτελεσματικότητα, busyness