Λέξη: σκύλα

Συνώνυμα: σκύλα

θηλυκία αλεπού, παλιοθήλυκο, τσούλα

Μεταφράσεις: σκύλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bitch, a bitch, the bitch
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perra, puta, zorra, la perra, hembra
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weibchen, nutte, wölfin, zicke, miststück, hündin, schlampe, hexe, beschwerde, füchsin, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
catin, chienne, pute, garce, salope, femelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
puttana, baldracca, cagna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cadela, puta, vadia, măe, cabra
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
teef, wijfje, teefje, trut, wijf
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сука, суке, суку, суки, сукой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tispe, tispa, tispen, kjerring
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tik, tiken, satkäring, slyna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hupakko, napista, narttu, napina, bitch, nartun, PN
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæve, bitch, kælling, tæven, kćlling
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fena, čubka, mrcha, fenka, děvka, svině
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydra, suczka, suka, kobieta, dziwka, suką, suko
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szuka, kurva, ribanc, szukát, bitch
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orospu, kaltak, sürtük, fahişe, cadı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сука, стерва, суко
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bushtër, kurvë, bushtër e, qahem, katranos
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сука, кучка, кучи, кучко, женска
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сука, сучка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lita, libu, emane, lits, emane koer, emase
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kurva, kuja, prostitutka, kučka, kučko, bitch, kujica
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tík, tíkin, tík tegundar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalė, bitch, kalytė, kale
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kuce, bitch, kuci, kucei
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кучка, кучката, кучко, bitch
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căţea, cățea, catea, curva, târfă, bitch
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kráva, fena, prasica, bitch, psica, kurba, kuzla
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fena, suka, sučka, fenka

Στατιστικά δημοτικότητας: σκύλα

Τυχαίες λέξεις