Дерево στα ελληνικά
Μετάφραση: дерево, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάγια, δέντρο, νοσοκόμα, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- деревенщина στα ελληνικά - αγροίκος, redneck, λευκός ρατσιστής, κοκκινολαίμης, βλάχων
- деревня στα ελληνικά - εξοχή, χωριό, πατρίδα, οικισμός, χώρα, χωριού, village, ...
- деревушка στα ελληνικά - χωριουδάκι, Άμλετ, Hamlet, κωμόπολη, τον Άμλετ
- деревце στα ελληνικά - δενδρύλλιο, δενδρυλλίων, δενδρύλλια, φύτευση δενδρυλλίων, βλαστάρι
Τυχαίες λέξεις
Дерево στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάγια, δέντρο, νοσοκόμα, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Μεταφράσεις: βάγια, δέντρο, νοσοκόμα, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων