Λέξη: ηδονή

Σχετικές λέξεις: ηδονή

ηδονή english, ηδονή ή πόνος, ηδονή γυναίκας, ηδονή ετυμολογία, ηδονή καβάφης, ηδονή συνώνυμα, ηδονή και οδύνη, ηδονή και πάθος (1960), ηδονή στον κρόταφο, ηδονή και πάθος

Συνώνυμα: ηδονή

ζέση, απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ευχαρίστηση, αναψυχή, ευαρέσκεια

Μεταφράσεις: ηδονή

ηδονή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
delight, pleasure, gusto, pleasure of

ηδονή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deleite, delicia, agrado, gusto, placer, deleitar, encantar, encanto, el placer, placer de, de placer

ηδονή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
faszinieren, wonne, freude, bezaubern, lust, erfreuen, vergnügen, entzücken, entzückung, Vergnügen, Freude, Lust, Genuss, gerne

ηδονή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délecter, délectation, volupté, réjouir, enchanter, régal, plaisir, joie, agrément, jouissance, charmer, contentement, délice, enthousiasmer, ravir, aise, le plaisir, de plaisir, plaisir de, du plaisir

ηδονή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
voluttà, consolazione, incantare, gioia, delizia, diletto, piacere, il piacere, di piacere, piacere di, per piacere

ηδονή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delícia, satisfazer, delicioso, deleite, deleitar, agradar, prazer, lazer, o prazer, recreio, prazer de

ηδονή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behagen, pret, welbehagen, genoegen, welgevallen, vermaak, verrukken, genot, zin, plezier, genieten

ηδονή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
увлечение, удовлетворение, наслаждение, восхищать, услада, приятность, захватывать, соизволение, захваты, захватить, изволение, сладость, утеха, восторг, восхищение, захват, удовольствие, приятно, удовольствием, удовольствия

ηδονή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lyst, fornøyelse, glede, nytelse, gleden, gleden av

ηδονή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glädje, behag, fröjd, nöje, nöjet, njutning, glädjen

ηδονή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huvitus, iloita, mielihyvä, nautinto, huvi, viihdyttää, riemu, tahto, riemastuttaa, hupi, ilo, hauskuus, ilahduttaa, mielihyvää, iloa, nautintoa

ηδονή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glæde, fryd, fryde, fornøjelse, fornøjelsen, nydelse, glæden

ηδονή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
půvab, oblažit, zábava, pochoutka, těšit, očarovat, potěšit, rozkoš, potěšení, požitek, uchvátit, okouzlit, libost, radost, příjemnost, slast, potěšením, rekreační, radost z

ηδονή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozkoszować, przyjemność, lubość, upodobanie, radość, cieszyć, lubować, zachwyt, zachwycać, rozkosz, uciecha, admiracja, zadowolenie, radować, przyjemnością, przyjemności, miło

ηδονή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öröm, óhaj, kedv, tetszés, élvezet, örömet, örömmel

ηδονή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haz, sevinç, zevk, memnuniyet, hezel, keyif, keyfi, bir zevk, zevkti, zevktir

ηδονή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захоплювати, задовольняючий, захоплення, насолода, задоволення, Незалежно, насолоду, Насолоджуйтеся, приємність

ηδονή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kënaqësi, kënaqësi e, kënaqësi për, kënaqësinë, kënaqësi të

ηδονή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наслада, възторг, удоволствие, удоволствието, лесен, насладят, намира

ηδονή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
задавальненне, асалоду, прыемнасць

ηδονή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõõmustama, nauding, rõõm, rõõmu, meel, hea meel

ηδονή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
želja, očarati, užitka, razonoda, ushićenja, naslada, uživanje, uživati, zadovoljstvo, užitak, je zadovoljstvo, zadovoljstva, zadovoljstvom

ηδονή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ánægja, ánægjulegt, ánægju, mikil ánægja, gaman

ηδονή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voluptas, iucunditas, delecto, gaudium

ηδονή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
malonumas, malonu, malonumą, malonumu, garbė

ηδονή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bauda, prieks, prieku, patīkami, izpriecu

ηδονή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задоволство, задоволството, уживање

ηδονή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plăcere, răpi, placere, plăcerea, placerea, agrement

ηδονή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
radost, veselje, zadovoljstvo, užitek, V veselje

ηδονή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozkoš, potešenie, potešenia, radosť, potěšení

Στατιστικά δημοτικότητας: ηδονή

Τυχαίες λέξεις