Дерзкий στα ελληνικά
Μετάφραση: дерзкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασύστολος, αλαζονικός, ιταμός, αυθάδης, θρασύς, φρέσκος, απερίσκεπτος, χονδροειδής, υπερόπτης, αλαζόνας, ξετσίπωτος, τόλμημα, νωπός, υπεροπτικός, δροσερός, αναιδής, αναιδή, ψιλοκρεμαστό, αναιδές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дерзание στα ελληνικά - θάρρος, τόλμημα, γενναιότητα, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, τολμηρές, ...
- дерзать στα ελληνικά - επιχειρώ, τολμώ, αποτολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
- дерзко στα ελληνικά - saucily
- дерзнуть στα ελληνικά - τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
Τυχαίες λέξεις
Дерзкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασύστολος, αλαζονικός, ιταμός, αυθάδης, θρασύς, φρέσκος, απερίσκεπτος, χονδροειδής, υπερόπτης, αλαζόνας, ξετσίπωτος, τόλμημα, νωπός, υπεροπτικός, δροσερός, αναιδής, αναιδή, ψιλοκρεμαστό, αναιδές
Μεταφράσεις: ασύστολος, αλαζονικός, ιταμός, αυθάδης, θρασύς, φρέσκος, απερίσκεπτος, χονδροειδής, υπερόπτης, αλαζόνας, ξετσίπωτος, τόλμημα, νωπός, υπεροπτικός, δροσερός, αναιδής, αναιδή, ψιλοκρεμαστό, αναιδές