Дисциплинировать στα ελληνικά
Μετάφραση: дисциплинировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρονηματίζω, αντεπίθεση, πειθαρχία, κολάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, σχολείο, σπάζω, πειθαρχώ, τιμωρώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дисциплинарный στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- дисциплинированность στα ελληνικά - πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- дисциплинирующий στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- дитя στα ελληνικά - γκόμενα, μωρό, παιδί, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Τυχαίες λέξεις
Дисциплинировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρονηματίζω, αντεπίθεση, πειθαρχία, κολάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, σχολείο, σπάζω, πειθαρχώ, τιμωρώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Μεταφράσεις: φρονηματίζω, αντεπίθεση, πειθαρχία, κολάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, σχολείο, σπάζω, πειθαρχώ, τιμωρώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία