Дифференцироваться στα ελληνικά
Μετάφραση: дифференцироваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дифференцированный στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, διαφοροποιημένη, διαφοροποιημένα, διαφοροποιημένες, διαφοροποιημένο, διαφοροποιημένων
- дифференцировать στα ελληνικά - διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
- диффузия στα ελληνικά - διάχυση, διάδοση, διάχυσης, διαχύσεως, διάδοσης
- диффузный στα ελληνικά - διάχυτο, διαχέονται, διαχέεται, διαχυθεί, διάχυτη
Τυχαίες λέξεις
Дифференцироваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
Μεταφράσεις: διαφοροποιώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει