Добраться στα ελληνικά

Μετάφραση: добраться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
Добраться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доблесть στα ελληνικά - γενναιότητα, φρονιμάδα, προσόν, θάρρος, προτέρημα, αρετή, ανδρεία, ...
  • добрасывать στα ελληνικά - πέταγμα, πετώ, ρίχνω, dobrasyvat
  • добрачный στα ελληνικά - προγαμιαίος, προγαμιαίο, το προγαμιαίο, προγαμιαίες, premarital
  • добро στα ελληνικά - καλός, καλή, καλό, καλής, καλές
Τυχαίες λέξεις
Добраться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει