Договариваться στα ελληνικά
Μετάφραση: договариваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, τακτοποιώ, μεταχειρίζομαι, κανονίζω, διαπραγματεύομαι, διορίζω, κέρασμα, ορίζω, κερνώ, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- догнивать στα ελληνικά - σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, ...
- договаривать στα ελληνικά - τέλος, περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, ...
- договор στα ελληνικά - σύμβαση, συμπαγής, σύμφωνο, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, συμπυκνωμένος, συνέλευση, ...
- договоренность στα ελληνικά - σύμφωνο, συμφωνία, παραγγελία, τακτοποίηση, διευθέτηση, ετοιμασία, συγκατάθεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Договариваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, τακτοποιώ, μεταχειρίζομαι, κανονίζω, διαπραγματεύομαι, διορίζω, κέρασμα, ορίζω, κερνώ, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Μεταφράσεις: θεραπεύω, τακτοποιώ, μεταχειρίζομαι, κανονίζω, διαπραγματεύομαι, διορίζω, κέρασμα, ορίζω, κερνώ, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε