Διαπραγματεύομαι στα ρωσικά

Μετάφραση: διαπραγματεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устраивать, продать, реализовать, обусловливать, преодолевать, договариваться, обусловить, улаживать, обсудить, обсуждать, переговоры, Парли, Parley, Фарли
Διαπραγματεύομαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγματεύομαι

διαπραγματεύομαι ορισμος, διαπραγματεύομαι λεξικο, διαπραγματεύομαι συνώνυμα, διαπραγματεύομαι in english, διαπραγματεύομαι αγγλικα, διαπραγματεύομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, διαπραγματεύομαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • διαπραγμάτευση στα ρωσικά - заключение, преодоление, продажа, передача, переговоры, переговоров, согласование, ...
  • διαπραγματευτής στα ρωσικά - посредник, лицо, переговорщик, переговорах, переговорщиком, на переговорах
  • διαπρεπής στα ρωσικά - почтенный, выпуклый, обостренный, торчащий, приметный, известный, выдающийся, ...
  • διαρκής στα ρωσικά - сплошной, назойливый, постоянный, бесперебойный, беспрерывный, неуклонный, терпеливый, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγματεύομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: устраивать, продать, реализовать, обусловливать, преодолевать, договариваться, обусловить, улаживать, обсудить, обсуждать, переговоры, Парли, Parley, Фарли