Докапываться στα ελληνικά
Μετάφραση: докапываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, νύξη, σαρκασμός, κέντρισμα, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις
- доканчивать στα ελληνικά - τελειώνω, τέλος, τερματισμός, περατώνω, dokanchivat
- докапиталистический στα ελληνικά - προκαπιταλιστικές, προκαπιταλιστική, προκαπιταλιστικούς, προκαπιταλιστικό
- докатить στα ελληνικά - κύλινδρος, κυλώ, ψωμάκι, να κυλήσει, για να κυλήσει, να ρίξει, να αναπτύξουν, ...
- докатиться στα ελληνικά - φτάνω, ρολό, roll, κύλινδρο, ρολού, ονομαστική
Τυχαίες λέξεις
Докапываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, νύξη, σαρκασμός, κέντρισμα, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Μεταφράσεις: σκάβω, νύξη, σαρκασμός, κέντρισμα, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει