Долг στα ελληνικά

Μετάφραση: долг, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παθητικό, υποχρέωση, γραφείο, θώκος, δασμοί, δωσιδικία, βάρος, πίστωση, εικοσαριά, κιμωλία, καθυστερούμενα, καθήκον, σκοράρω, ευθύνη, σκορ, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή
Долг στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • долбить στα ελληνικά - συλλέγω, κασμάς, μαζεύω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ...
  • долбление στα ελληνικά - εγκοπή, slotting, εντομής, μηχανές εντομής, εγκοπών
  • долгий στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • долго στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, ενώ, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Долг στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παθητικό, υποχρέωση, γραφείο, θώκος, δασμοί, δωσιδικία, βάρος, πίστωση, εικοσαριά, κιμωλία, καθυστερούμενα, καθήκον, σκοράρω, ευθύνη, σκορ, χρέος, χρέους, του χρέους, οφειλής, οφειλή