Λέξη: αληθής

Σχετικές λέξεις: αληθής

αληθής κλίση, αληθής και μαγνητικός βορράς, αληθήσ ερμαφροδιτισμόσ, αληθής συρροή, αληθής λόγος κατά χριστιανών, αληθής κόμπος, αληθής πολυκυτταραιμία, αληθής λόγος, αληθής δόξα μετά λόγου, αληθής λόγος κρητών

Συνώνυμα: αληθής

ακριβής, βέρος, πιστός, ατούσιος, γνήσιος, αληθινός, φιλαληθής, πραγματικός

Μεταφράσεις: αληθής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
true, truthful, genuine, bona fide
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
castizo, fiel, verdadero, cierto, verdadera, verdad, real
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahrhaftig, richtig, zutreffend, treu, echt, wahr, wahrhaft, zuverlässig, wahre, wahren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vérité, authentique, fin, sérieux, véridique, vrai, positif, effectif, réel, naturel, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vero, reale, vera, true, vere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
justo, verídico, certo, são, verdadeiro, caminhão, verdade, verdadeira, verdadeiras, real
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
echt, heus, juist, gegrond, waarachtig, waar, trouw, ware, echte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завзятый, истый, доподлинный, правдиво, правильный, истинный, верный, правильно, точный, истинно, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rett, riktig, sann, sant, sanne, true, ekte
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trogen, rätt, sann, äkta, sant, sanna, verkliga, verklig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
totta, tosin, tosi, mukainen, aito, varsinainen, teeskentelemätön, todellinen, todellisen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ægte, sand, sandt, true, sande, rigtigt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesný, spolehlivý, pravdivě, pravdivý, pravda, opravdový, ryzí, reálný, pravý, věrný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawdzać, rzetelny, naturalny, prawdomówny, wierny, wiernie, prawdziwy, rzeczywisty, prawdziwie, nieodrodny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lojális, igazmondó, igazmondóan, való, igazul, igaz, igazi, valódi, true
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tam, asıl, doğru, gerçek, gerçek bir, doğrudur, doğruysa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
правдивий, тьохкання, справжній, правильний, відданий, вірно, правильно, чітко, правда, мабуть
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vërtetë, vërtetë, e vërtetë, vërteta, të vërteta
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правда, вярно, истински, истинската, истинския
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дакладна, правільна, верно, праўда, верна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõsi, õige, tõeline, kehtib
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istinito, iskren, pravu, uravnotežen, pravi, izjednačiti, istina, stvarni, istinit, prirodan, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sannur, satt, rétt, sanna, sönn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
verus, fidelis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiesa, teisinga, pasakytina, tikras
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patiess, taisnība, patiesa, patiesība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вистински, вистина, точно, вистинската, вистинска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adevărat, adevărată, adevarat, adevărata, adevarata
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
true, res, velja, drži
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pravdivý, verný, pravdivé
Τυχαίες λέξεις