Домовитый στα ελληνικά

Μετάφραση: домовитый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, προσεκτικός, housewifely
Домовитый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • домишко στα ελληνικά - σπιτάκι, μικρό σπίτι, μικρό σπιτάκι, το μικρό σπίτι, λιλιπούτειο σπιτάκι
  • домкрат στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
  • домовладелец στα ελληνικά - νοικοκύρης, ιδιοκτήτης σπιτιού, ενοικιαστή, ιδιοκτήτη σπιτιού, ιδιοκτητών σπιτιού, ιδιοκτήτη σπιτιού για
  • домоводство στα ελληνικά - οικιακής οικονομίας, οικιακή οικονομία, τα οικοκυρικά, οικοκυρικά, την οικιακή οικονομία
Τυχαίες λέξεις
Домовитый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, προσεκτικός, housewifely