Достояние στα ελληνικά

Μετάφραση: достояние, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτημα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κτήμα, απόκτηση, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Достояние στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • достопримечательность στα ελληνικά - όραση, showplace, ως η έκθεση, ως η έκθεση που
  • достопримечательный στα ελληνικά - σημαντικός, αξιοσημείωτα, αξιοσημείωτος, αξιοσημείωτο, σημειωθεί, να σημειωθεί, αξιοσημείωτη
  • достраивать στα ελληνικά - τέλος, τερματισμός, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολόκληρος, περατώνω, κτίριο, ...
  • доступ στα ελληνικά - προσεγγίζω, πρόσβαση, παραδοχή, πλησιάζω, προσπέλαση, ομολογία, είσοδος, ...
Τυχαίες λέξεις
Достояние στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτημα, σπίτι, περιουσία, ακίνητο, κτήμα, απόκτηση, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας