Λέξη: τραπεζαρία
Σχετικές λέξεις: τραπεζαρία
τραπεζαρία βεράντας, τραπεζαρία αλουμινίου, τραπεζαρία τιμές, τραπεζαρία μοντέρνα, τραπεζαρία σαλονιού, τραπεζαρία μοναστηριακού τύπου, τραπεζαρία εστιατόριο, τραπεζαρία ικεα, τραπεζαρία θεσσαλονίκη, τραπεζαρία skroutz
Συνώνυμα: τραπεζαρία
αναψυκτήριο, εστιατόριο
Μεταφράσεις: τραπεζαρία
τραπεζαρία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dining-room, dining room, dining, dining area, the dining room, a dining area
τραπεζαρία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comedor, salón comedor, el comedor, del comedor
τραπεζαρία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
esszimmer, Speisesaal, Speisezimmer, Speiseraum
τραπεζαρία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfectoire, salle à manger, manger, salle, à manger, la salle à manger
τραπεζαρία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sala da pranzo, pranzo, sala, da pranzo, sala ristorazione
τραπεζαρία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sala de jantar, sala de refeições, jantar, de jantar, da sala de jantar
τραπεζαρία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eetzaal, eetkamer, restaurant
τραπεζαρία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столовая, столовая комната, столовой, столовую, обеденный зал
τραπεζαρία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spisestue, spisesal, spisesalen, Spisestuen, dining room
τραπεζαρία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
matsal, matrum, matsalen, dining room, middagsrum
τραπεζαρία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruokasali, ruokailuhuone, ruokailutila, ruokasalissa
τραπεζαρία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spisesal, spisestue, spisestuen, spisesalen, dining room
τραπεζαρία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jídelna, jídelny, nachází jídelna, jídelnou
τραπεζαρία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jadalnia, jadalni, się jadalnia
τραπεζαρία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ebédlő, étkező, étkezde, étkezővel, étkezőben
τραπεζαρία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yemek odası, yemek odası ile, dining room, yemek salonu
τραπεζαρία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
столова, їдальня, столовий
τραπεζαρία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhomë ngrënjeje, dhomë ngrënie, ngrenje, dhoma ngrënie, dhomë ngrënie e
τραπεζαρία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трапезария, столова, намира столова, трапезарията, трапезарии
τραπεζαρία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сталовая, столовая, сталоўка
τραπεζαρία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
söögituba, söökla, dining room, söögisaalis, söögitoas
τραπεζαρία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trpezarija, blagovaonica, blagovaona, blagovaonicom, blagovaonici
τραπεζαρία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borðstofu, borðstofa, matsalur, Matsalurinn
τραπεζαρία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valgomasis, valgykla, valgomojo
τραπεζαρία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēdamistaba, ēdamzāle, ēdamistabas
τραπεζαρία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трпезарија, трпезаријата, трпезарија на, столова
τραπεζαρία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufragerie, cantină, sala de mese, găsește cantină, sală de mese
τραπεζαρία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jedilnica, jedilnico, nahaja jedilnica, trpezarija
τραπεζαρία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jedáleň, jedálenska, jedálenska miestnosť
Στατιστικά δημοτικότητας: τραπεζαρία
Τυχαίες λέξεις