Дублирующий στα ελληνικά

Μετάφραση: дублирующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρατημένος, επιφυλακτικός, εφεδρικός, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφο ασφαλείας, δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας, εφεδρική
Дублирующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дублирование στα ελληνικά - επικάλυψη, επικαλύψεων, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, η επικάλυψη
  • дублировать στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
  • дублон στα ελληνικά - δουβλόνι
  • дубль στα ελληνικά - διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, ...
Τυχαίες λέξεις
Дублирующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρατημένος, επιφυλακτικός, εφεδρικός, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφο ασφαλείας, δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας, εφεδρική