Λέξη: υπασπιστής
Σχετικές λέξεις: υπασπιστής
υπασπιστής δένδια, υπασπιστής διοικήσεως, υπασπιστής του υπουργού, υπασπιστής γεννηματά, αρναούτης υπασπιστής
Συνώνυμα: υπασπιστής
βοήθεια, αρωγός, βοηθός, υπερασπιστής
Μεταφράσεις: υπασπιστής
υπασπιστής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjutant, aide, flag lieutenant, lieutenant, adjutant of
υπασπιστής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
edecán, ayudante, adjunto, ayudante de, asistente, el ayudante
υπασπιστής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Adjutant, Adjutanten
υπασπιστής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjudant, adjoint, aide de camp, major, l'adjudant
υπασπιστής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aiutante, assistente, aiutante di campo, adjutant, aiutante maggiore
υπασπιστής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajudante, adjutant, ajudantes, ajudantes da, ajudante da
υπασπιστής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
adjudant, ordonnansofficier, assistent, adjutant, adjudant van
υπασπιστής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
адъютант, адъютантом, адъютанта
υπασπιστής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adjutant, adjutanten
υπασπιστής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adjutant, adjutanten, adjutants
υπασπιστής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
adjutantti, adjutanttinsa, adjutant, adjutantin, adjutanttina
υπασπιστής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adjudant, adjudanten, Adjutant, Adjutanten, Adju- tant
υπασπιστής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
adjutant, pobočník, pobočníkem, pobočníka, adjutantem
υπασπιστής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
adiutant, przyboczny, adiutantem, adiutanta, adjutant
υπασπιστής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szárnysegéd, segédtiszt, segédtisztje, Golyvásdarura, adjutánsa
υπασπιστής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emir subayı, adjutant, emir yardımcı, yaver
υπασπιστής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ад'ютант, підручний
υπασπιστής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adjutant, ndihmësi, ndihmës, shterg
υπασπιστής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адютант, адютанта, адютантът, адютантът на, адютанта си
υπασπιστής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ад'ютант
υπασπιστής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
adjutant, adjutandi, meeleabivaimu, käsundusohvitser, adjudant
υπασπιστής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ađutant, pomoćnik, pobočnik
υπασπιστής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Adjutant
υπασπιστής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
adjutantas, pagalbinės proto dvasios, pagalbinė proto, Padedantis, padėjėjas
υπασπιστής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
adjutants
υπασπιστής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аѓутант
υπασπιστής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adjutant, aghiotantul, adjutantul, aghiotantului, aghiotant
υπασπιστής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
adjutant, pribočnik, Ađutant
υπασπιστής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pobočník, dôstojník
Τυχαίες λέξεις