Дурманить στα ελληνικά
Μετάφραση: дурманить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβλακώνω, μεθάω, μεθύσει, μεθάς, μέθυσε, μέθη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дурить στα ελληνικά - τρέλες, ευθυμία, διασκέδαση, χαζολογάω
- дурман στα ελληνικά - ντοπάρω, Datura, του Datura
- дурнеть στα ελληνικά - χάνω, χάνουν, χάσουν, χάσετε, χάσει, να χάσουν
- дурно στα ελληνικά - άσχημα, κακά, άρρωστος, κακής, άρρωστοι, άρρωστο, της κακής
Τυχαίες λέξεις
Дурманить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβλακώνω, μεθάω, μεθύσει, μεθάς, μέθυσε, μέθη
Μεταφράσεις: αποβλακώνω, μεθάω, μεθύσει, μεθάς, μέθυσε, μέθη