Дурно στα ελληνικά
Μετάφραση: дурно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσχημα, κακά, άρρωστος, κακής, άρρωστοι, άρρωστο, της κακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дурманить στα ελληνικά - αποβλακώνω, μεθάω, μεθύσει, μεθάς, μέθυσε, μέθη
- дурнеть στα ελληνικά - χάνω, χάνουν, χάσουν, χάσετε, χάσει, να χάσουν
- дурной στα ελληνικά - κουτός, κακός, άτακτος, άμυαλος, χαζός, μουχρός, πληκτικός, ...
- дурнота στα ελληνικά - πλήξη, λιποθυμική τάση, τάση για λιποθυμία, faintness, λιποθυμικάς, λιποθυμικών
Τυχαίες λέξεις
Дурно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσχημα, κακά, άρρωστος, κακής, άρρωστοι, άρρωστο, της κακής
Μεταφράσεις: άσχημα, κακά, άρρωστος, κακής, άρρωστοι, άρρωστο, της κακής