Λέξη: υποδειγματικός
Σχετικές λέξεις: υποδειγματικός
υποδειγματικός συνώνυμο
Συνώνυμα: υποδειγματικός
παραδειγματικός
Μεταφράσεις: υποδειγματικός
υποδειγματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exemplary, an exemplary
υποδειγματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ejemplar, ejemplo, ejemplo de, de ejemplo, ejemplares
υποδειγματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorbildlich, abschreckend, warnend, beispielhaft, exemplarisch, beispielhaften, beispielhafte
υποδειγματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modèle, exemplaire, exemple, exemple de, exemplaires, titre d'exemple
υποδειγματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esemplare, esemplari, modello
υποδειγματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exemplar, exemplo, exemplificativa, exemplares, exemplificativo
υποδειγματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorbeeldig, voorbeeld, voorbeeldige, voorbeeld van, voorbeeldfunctie
υποδειγματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
типичный, примерный, иллюстративный, типовой, образцовый, образцовым, примерная
υποδειγματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksemplarisk, eksempelvis, eksemplariske, eksempler, eksempel
υποδειγματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exemplarisk, exemplifierande, exemplariskt, föredömligt, belysande
υποδειγματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mallikas, varoittava, tyypillinen, esikuvallinen, esimerkillinen, esimerkinomaisen, Esimerkinomaisessa, esimerkinomainen, esimerkinomaista
υποδειγματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksemplarisk, eksempel på, eksemplariske, eksempelvise, eksempel på en
υποδειγματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příkladný, exemplární, vzorný, příkladné, příkladná, příkladnou
υποδειγματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przykładowy, przykładny, wzorowy, popisowy, przykładowe, przykładowym
υποδειγματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
példás, példaadó, példaszerű, példakénti, példamutató, példaértékű, példaként
υποδειγματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ibret, örnek, örnek bir, örnek teşkil eden, örnek teşkil, örneksel
υποδειγματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зразковий, ілюстративний, взірцевий, типовий, ідеальний, зразкове, приблизний
υποδειγματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shembullor, shembullore, shembull, ekzemplare, shembullorë
υποδειγματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примерен, образцов, примерно, примерна, примерното
υποδειγματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзорны, узорны, прыклад, ўзорная
υποδειγματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoiatav, eeskujulik, iseloomulik, eeskujuliku, eeskujulikku, eeskujulikult, näitlik
υποδειγματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzoran, primjeran, primjer, primjeri, uzorno
υποδειγματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirmyndar, til fyrirmyndar, Dæmi um, dæmigerðir
υποδειγματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavyzdingas, pavyzdinis, pavyzdiniai, pavyzdinė, pavyzdingai
υποδειγματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priekšzīmīgs, parauga, paraugs, priekšzīmīga, priekšzīmīgi
υποδειγματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
примерен, примерно, пример, примерна, за пример
υποδειγματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exemplar, exemplară, exemplare, exemplara, model
υποδειγματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zgledno, vzorna, vzorno, zgledna, zgleden
υποδειγματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
exemplárny, exemplárne, exemplárna, exemplárnu, exemplárnej
Τυχαίες λέξεις