Дымка στα ελληνικά
Μετάφραση: дымка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γάζα, καταχνιά, πούσι, αχλή, ομίχλη, θολότητα, θολώματος, θολότητας
Μεταφράσεις
- дымить στα ελληνικά - καυσαέριο, καπνοί, τολύπη, γεμίζω, καπνός, καπνίζω, καπνού, ...
- дымиться στα ελληνικά - καπνός, καπνίζω, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
- дымный στα ελληνικά - καπνιστός, καπνιστή, smoky, καπνό, καπνιστού
- дымок στα ελληνικά - τολύπη, τούφα, τσουλούφι, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Дымка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γάζα, καταχνιά, πούσι, αχλή, ομίχλη, θολότητα, θολώματος, θολότητας
Μεταφράσεις: γάζα, καταχνιά, πούσι, αχλή, ομίχλη, θολότητα, θολώματος, θολότητας