Дьявольский στα ελληνικά
Μετάφραση: дьявольский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαίσιος, φοβισμένος, σατανικός, διαβολικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дьяволенок στα ελληνικά - διαβολάκι, δαιμόνιο, imp, ΟΘΠ, ΟΜΠ
- дьявольски στα ελληνικά - σατανικός, διαβολικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
- дьявольщина στα ελληνικά - devilry, σκανδαλιά, δαιμονισμός
- дьяк στα ελληνικά - διάκονος, υφηγητής, υπάλληλος, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, ...
Τυχαίες λέξεις
Дьявольский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαίσιος, φοβισμένος, σατανικός, διαβολικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό
Μεταφράσεις: απαίσιος, φοβισμένος, σατανικός, διαβολικός, μόρτικος, διαβολική, διαβολικό