Φοβισμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: φοβισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опасливый, страшный, дьявольский, трусливый, напуганный, пугливый, робкий, боязливый, ужасный, боюсь, боится, боятся, бояться, боялся
Φοβισμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φοβισμένος

φοβισμένος μεταφραση, φοβισμένος συνώνυμα, φοβισμένος σκύλος, φοβισμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, φοβισμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • φοβίζω στα ρωσικά - перепугать, застращать, напугать, пугать, спугнуть, стращать, страшить, ...
  • φοβερός στα ρωσικά - глубокий, убийственный, неприятный, бездонный, адский, отвратительный, полный, ...
  • φοιτήτρια στα ρωσικά - ученик, изучающий, студентка, ученичество, стипендиат, отличник, слушатель, ...
  • φοιτητής στα ρωσικά - ученичество, стипендиат, изучающий, отличник, учащийся, студентка, студент, ...
Τυχαίες λέξεις
Φοβισμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: опасливый, страшный, дьявольский, трусливый, напуганный, пугливый, робкий, боязливый, ужасный, боюсь, боится, боятся, бояться, боялся