Ежечасно στα ελληνικά
Μετάφραση: ежечасно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ежесекундный στα ελληνικά - ασταμάτητος, συνεχής, αδιάκοπη, ακατάπαυστη, αδιάκοπες, συνεχή, συνεχείς
- ежесуточный στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- ежечасный στα ελληνικά - ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
- ежик στα ελληνικά - κομμένα, περικοπή, κοπής, κοπή, τομή
Τυχαίες λέξεις
Ежечасно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
Μεταφράσεις: ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο