Λέξη: φθείρω

Σχετικές λέξεις: φθείρω

φθείρω αρχικοί χρόνοι, φθείρω στα αγγλικά, φθείρω συνώνυμα, φθείρω κλίση, φθείρω παραγωγα

Συνώνυμα: φθείρω

παραμορφώνω, αφανίζω, χαλώ, καταστρέφω, φορώ, τρίβω, τρίβομαι, αντέχω, φθείρομαι, χαλνώ, συλώ, κακομαθαίνω, χαραμίζω, σταματώ, καταναλίσκω, διαφθείρω, διαφθείρομαι, δωροδοκώ, βλάπτω

Μεταφράσεις: φθείρω

φθείρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vitiate, wear down, wear, mar, corrupt

φθείρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desgastar, desgastarse, desgastar a, desgastan, agotar

φθείρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zermürben, verschleißen, abnutzen, zu zermürben, wear down

φθείρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infecter, flétrir, abîmer, désajuster, dépraver, débiffer, gâter, tarer, dérégler, neutraliser, détraquer, déranger, démantibuler, gâcher, altérer, pervertir, porter vers le bas, user, usent, se user, épuiser

φθείρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
viziare, consumare, logorare, portare giù

φθείρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viciar, vitamina, diminuir, desgastar, desgastam, desgastar para baixo, se desgastam

φθείρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verslijten, uitputten, afslijten, slijten, slijtage van

φθείρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искажать, портить, изнашиваться, изнашиваются, измотать, износиться, стираться

φθείρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slites ned, slites, slites ut, slite ned, å slites ned

φθείρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slits, bära ner, slits ner, slits ned, slits ut

φθείρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, turmella, tärvellä, uuvuttaa, kuluvat, murtaa, kulua, kulu

φθείρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slidt, slides ned, slides, slider, nedslides

φθείρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokazit, kazit, porušit, zrušit, zkazit, znehodnotit, opotřebovat, obrousit, obrousí, oblečení dole, ochodit

φθείρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zanieczyszczać, wypaczać, skażać, psuć, zepsuć, osłabiać, ścierać się, znosić, wydeptać, zużywają się, są zużyte

φθείρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elvékonyít, lekoptat, elkopnak, viselni le, lekopnak

φθείρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıpratmak, yenmek, aşağı giyebilir, eskimek, aşınmak

φθείρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вітаміни, зношуватися, зношуватиметься, зношуватись, спрацьовуватися, зношуватимуться

φθείρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
harxhohet, lodh, veshin poshtë, hahet, vjetroj

φθείρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съсипвам, износват, изтощи, да премине и, сломи

φθείρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зношвацца, зношваецца, будуць зношвацца

φθείρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vitaminiseerima, Murda, Uuvuttaa, kulutada ja, Tarbib, väsid

φθείρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poništiti, korumpirati, pokvariti, zbrisati, izlizati, nositi dolje, istrošiti, pohabati

φθείρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vera niður

φθείρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusitrinti, susidėvi, nusidėvės, nudilti

φθείρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valkāt uz leju, nodilst

φθείρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
носат надолу, ослаби, износвам

φθείρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uza, poarte în jos, tocesc, uzează, uza de

φθείρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nositi navzdol, obrabijo, Izlizati

φθείρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opotrebovať, Choď, opotrebova, opotrebovávať
Τυχαίες λέξεις