Жадничать στα ελληνικά
Μετάφραση: жадничать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, βρίσκομαι, διανύω, λιχουδεύομαι, είναι άπληστοι, να είναι άπληστοι, είστε άπληστοι, είμαστε άπληστοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жадеит στα ελληνικά - νεφρίτης, νεφρίτη, jade, από νεφρίτη
- жадина στα ελληνικά - κορμοράνος, Meanie
- жадно στα ελληνικά - άπληστα, λαίμαργα, greedily, απληστία, αχόρταγα
- жадность στα ελληνικά - αρπακτικότητα, βουλιμία, απληστία, τσιγκουνιά, φιλαργυρία, απληστίας, την απληστία, ...
Τυχαίες λέξεις
Жадничать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, βρίσκομαι, διανύω, λιχουδεύομαι, είναι άπληστοι, να είναι άπληστοι, είστε άπληστοι, είμαστε άπληστοι
Μεταφράσεις: είμαι, βρίσκομαι, διανύω, λιχουδεύομαι, είναι άπληστοι, να είναι άπληστοι, είστε άπληστοι, είμαστε άπληστοι