Женщина στα ελληνικά
Μετάφραση: женщина, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορίτσι, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, θηλυκός, κότα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- женственность στα ελληνικά - γυναίκα, θηλυκότητα, θηλυκότητας, θηλυκότητά, τη θηλυκότητα, τη θηλυκότητά
- женственный στα ελληνικά - θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
- женщина-десятник στα ελληνικά - επιστάτρια, αρχιεργάτρια
- женщина-кондуктор στα ελληνικά - γυναίκα εισπράκτορας, εισπράκτορας
Τυχαίες λέξεις
Женщина στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορίτσι, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, θηλυκός, κότα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Μεταφράσεις: κορίτσι, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, θηλυκός, κότα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των