Λέξη: φωτογράφος

Σχετικές λέξεις: φωτογράφος

φωτογράφος γάμου αθήνα, φωτογράφος ονειροκρίτης, φωτογράφος γάμου, φωτογράφος θεσσαλονίκη, φωτογράφος βάπτισης, φωτογράφος κόρινθος, φωτογράφος γάμου ηράκλειο, φωτογράφος γάμου καλαμάτα, φωτογράφος γάμου τιμές, φωτογράφος περιοδικό

Μεταφράσεις: φωτογράφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
photographer, a photographer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fotógrafo, el fotógrafo, con el fotógrafo, fotógrafo de, fotógrafa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
photograph, fotograf, Fotograf, Fotografen, Fotograf und, Fotograf und Künstler
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
photographe, le photographe, photographes, photographe de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fotografo, Il fotografo, dei fotografi, fotografo di, fotografa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fotógrafo, fotografia, fotografar, artista, O fotógrafo, Fotògrafo, Fotógrafos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fotograaf, fotografe, Photographer, foto graaf, FotograafPaha
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фотограф, фотокорреспондент, Фотографом, фотографа, Автор
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fotograf, fotografen, fotografering, fotografer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fotograf, bilden, fotografen, Fotografens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valokuvaaja, Kuvaajalla, Valokuvaajalla, Valokuvaajan, kuvaajaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fotograf, fotografen, Photographer, fotografens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fotografka, fotograf, fotografem, fotografovi, fotografů, fotografa
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fotografika, fotograf, fotografik, fotografa, czy fotograf, przez fotografa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fényképész, fényképész készítette, fotós
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fotoğrafçı, fotoğrafçıyım, bir fotoğrafçıyım, fotoğrafçısı, fotoğraf
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фотограф
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fotograf, fotografi, fotograf i, fotografit, fotografin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фотограф, фотографа, фотограф на, фотографът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фатограф, фотограф
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
fotograaf, päevapiltnik, fotograafi, fotograafina, photographer
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fotograf, fotografa, fotografkinja, fotografu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljósmyndari, ljósmyndarinn, ljósmyndara
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fotografas, fotografo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fotogrāfs, Fotogrāfe, Photographer, fotogrāfu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фотограф, фотографот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fotograf, fotograful, fotograf de, fotograf pentru, fotografului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fotografka, fotograf, fotografinja, fotografa, delo fotografa
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fotograf, fotografka, fotografom

Στατιστικά δημοτικότητας: φωτογράφος

Τυχαίες λέξεις