Заведомо στα ελληνικά

Μετάφραση: заведомо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλώς, μπρος, επίτηδες, σκόπιμα, εμφανώς, βέβαια, συνειδητά, πριν, εμπρός, εσκεμμένα, βεβαίως, μπροστινός, εν γνώσει, γνώσει, εν γνώσει του, γνώσει του
Заведомо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • заведование στα ελληνικά - χειραγωγία, διαγωγή, επιτήρηση, διεξάγω, επίβλεψη, συμπεριφορά, ηγετικός, ...
  • заведовать στα ελληνικά - καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, ...
  • заведомый στα ελληνικά - εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ...
  • заведующая στα ελληνικά - Διευθύντρια, manageress
Τυχαίες λέξεις
Заведомо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλώς, μπρος, επίτηδες, σκόπιμα, εμφανώς, βέβαια, συνειδητά, πριν, εμπρός, εσκεμμένα, βεβαίως, μπροστινός, εν γνώσει, γνώσει, εν γνώσει του, γνώσει του