Задевать στα ελληνικά
Μετάφραση: задевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγίζω, βουρτσίζω, ισοπεδώνω, πινέλο, πληγώνω, προσβάλλω, επηρεάζω, χτυπώ, σκούπα, πονώ, ανησυχία, πινελιά, κατεδαφίζω, ενδιαφέρον, βούρτσα, προβληματισμός, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алгоритм στα ελληνικά - αλγόριθμος, αλγόριθμο, αλγορίθμου, αλγόριθμου, ο αλγόριθμος
- вообразимый στα ελληνικά - μπορεί κανείς να φανταστεί, να φανταστεί κανείς, μπορεί να φανταστεί κανείς, φανταστεί κανείς, φανταστεί
- грубиян στα ελληνικά - αισχρός, αγροίκος, χυδαίος, μίζερος, στραβόξυλο, μίζερους, αρπακτικός
- досаждать στα ελληνικά - ενοχλώ, ερεθίζω, πικάρω, τσαντίζω, πειράζω, νΕΧ
Τυχαίες λέξεις
Задевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγίζω, βουρτσίζω, ισοπεδώνω, πινέλο, πληγώνω, προσβάλλω, επηρεάζω, χτυπώ, σκούπα, πονώ, ανησυχία, πινελιά, κατεδαφίζω, ενδιαφέρον, βούρτσα, προβληματισμός, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: αγγίζω, βουρτσίζω, ισοπεδώνω, πινέλο, πληγώνω, προσβάλλω, επηρεάζω, χτυπώ, σκούπα, πονώ, ανησυχία, πινελιά, κατεδαφίζω, ενδιαφέρον, βούρτσα, προβληματισμός, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει