Λέξη: προάγω
Σχετικές λέξεις: προάγω
προάγω συνώνυμα, προάγω παράγω, προάγω ορισμός, προάγω λεξικό, παράγω αόριστος, παράγω μετάφραση, προάγω συνώνυμο, παράγω στα αγγλικά, προάγω αγγλικα, προάγω βικιλεξικο
Συνώνυμα: προάγω
βοώ, βομβώ, καυχιέμαι, ανωθώ, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προωθώ, λανσάρω, προοδεύω, προχωρώ, προκαταβάλλω, διαβιβάζω, προβιβάζω, παροτρύνω
Μεταφράσεις: προάγω
προάγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
promote, boom
προάγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
favorecer, ascender, fomentar, promover, auge, pluma, auge de, brazo, boom de
προάγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterstützen, werben, inserieren, fördern, Boom, Aufschwung, Ausleger
προάγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
promouvoir, avancer, favoriser, soutenir, annoncer, inciter, alimenter, appuyer, propager, encourager, promouvez, avaliser, protéger, boom, flèche, essor, perche, bôme
προάγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
favorire, promuovere, boom, braccio, microfono, al microfono, boma
προάγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
promover, promova, prometer, estrondo, crescimento, lança, som, de som
προάγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevorderen, promoveren, boom, giek, arm, hausse, spuitboom
προάγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
повысить, способствовать, поощрить, выдвинуть, содействовать, поощрять, поддерживать, высунуть, помогать, повышать, посодействовать, поддержать, продвигать, стимулировать, выдвигать, учреждать, бум, стрелы, стрела, бума, стрелой
προάγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremme, boom, bom, bommen
προάγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befrämja, främja, bom, bommen, boom, boomen
προάγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korottaa, ylentää, suosia, edesauttaa, edistää, puomi, puomin, boom, puomiston, puomia
προάγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
boom, bommen, bom, opsving, højkonjunktur
προάγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povýšit, propagovat, podporovat, podněcovat, výložník, konjunktura, boom, rozmach, výložníku
προάγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popierać, krzewić, lansować, promować, awansować, wypromować, zachęcać, zachęcić, wysięgnik, bom, bum, ożywienie, hossa
προάγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fellendülés, boom, gém, szórókeret, fellendülése
προάγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerletmek, patlama, Boom, bom, patlaması, bomlu
προάγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мис, бум
προάγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bum, Bumi, boom, bum të, Bumi i
προάγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стрела, подем, бум, стрелата, бум на
προάγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бум
προάγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
buum, boom, buumi, noole, poomi
προάγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zadužnica, obveznica, uspon, bum, Boom, bum na, procvat
προάγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Boom, uppsveiflu, búmm, uppgangur
προάγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bumas, Boom, strėlės, bumu, strėlė
προάγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reklamēt, boom, uzplaukums, bums, stieņu, uzplaukuma
προάγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бум, бумот, ровокопачката гранка
προάγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bum, braț, brațului, Boom
προάγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
boom, bum, razcvet, dvižna, Roka
προάγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výložník, rameno, výložníkové rameno, konzola, ramenom
Τυχαίες λέξεις