Задерживать στα ελληνικά

Μετάφραση: задерживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεμποδίζω, καθυστερώ, κρατώ, επιβραδύνω, αναχαιτίζω, καθυστέρηση, αρπάζω, στείρα, δυσχεραίνω, συλλαμβάνω, παρακωλύω, υστέρηση, πεδικλώνω, στηρίγματα, βιβλιοδετώ, συνδέω, κρατήσει ψηλά, να κρατήσει ψηλά, χωρέσει μέχρι, να χωρέσει μέχρι, κρατήσει μέχρι
Задерживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акустика στα ελληνικά - ακουστική, ηχητικός, ακουστικός, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
  • безграмотный στα ελληνικά - ελαττωματικός, αναλφάβητος, αγράμματος, αναλφάβητοι, αναλφάβητους, αναλφάβητο
  • вскочить στα ελληνικά - πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
  • гемералопия στα ελληνικά - ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών
Τυχαίες λέξεις
Задерживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεμποδίζω, καθυστερώ, κρατώ, επιβραδύνω, αναχαιτίζω, καθυστέρηση, αρπάζω, στείρα, δυσχεραίνω, συλλαμβάνω, παρακωλύω, υστέρηση, πεδικλώνω, στηρίγματα, βιβλιοδετώ, συνδέω, κρατήσει ψηλά, να κρατήσει ψηλά, χωρέσει μέχρι, να χωρέσει μέχρι, κρατήσει μέχρι