Заклеивать στα ελληνικά
Μετάφραση: заклеивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, φώκια, κολλώ, χώνω, βούλα, κολλήστε, κολλήσετε, συγκόλληση, κολλήσει
Μεταφράσεις
- датчанин στα ελληνικά - Δανός, Dane, ΔΑΝΕ, Δανό, της ΔΑΝΕ
- донор στα ελληνικά - δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
- дополняющий στα ελληνικά - συμπλήρωση, για τη συμπλήρωση, τη συμπλήρωση, συμπληρώσεως, που συμπληρώνει
- дуглас στα ελληνικά - Ντάγκλας, Douglas, ψευδοτσούγκα, Ο Douglas, του Douglas
Τυχαίες λέξεις
Заклеивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, φώκια, κολλώ, χώνω, βούλα, κολλήστε, κολλήσετε, συγκόλληση, κολλήσει
Μεταφράσεις: κόλλα, φώκια, κολλώ, χώνω, βούλα, κολλήστε, κολλήσετε, συγκόλληση, κολλήσει