Заключать στα ελληνικά
Μετάφραση: заключать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, απεργία, περιλαμβάνω, φτιάχνω, πνιγηρός, κατασκευάζω, κολλητός, αναχαιτίζω, περικλείω, κοντά, συμπεραίνω, μάντρα, στυλό, εξαναγκάζω, περιέχω, συμπεριλαμβάνω, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вселять στα ελληνικά - εμπνέω, εγκαθιστώ, κινώ, εγκαθιδρύω, σαλεύω, ενσταλάζω, τοποθετώ, ...
- вынырнуть στα ελληνικά - σειρά, στροφή, αναδύομαι, στρίβω, αναδύονται, αναδυθεί, προκύπτουν, ...
- вырабатывает στα ελληνικά - παράγει, προκαλεί, δημιουργεί, παράγουν, παραγωγή
- выступать στα ελληνικά - προβάλλω, αποδίδω, φαίνομαι, διάβημα, εμφανίζομαι, πρόγραμμα, βηματίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Заключать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, περιλαμβάνω, φτιάχνω, πνιγηρός, κατασκευάζω, κολλητός, αναχαιτίζω, περικλείω, κοντά, συμπεραίνω, μάντρα, στυλό, εξαναγκάζω, περιέχω, συμπεριλαμβάνω, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, περιλαμβάνω, φτιάχνω, πνιγηρός, κατασκευάζω, κολλητός, αναχαιτίζω, περικλείω, κοντά, συμπεραίνω, μάντρα, στυλό, εξαναγκάζω, περιέχω, συμπεριλαμβάνω, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν