Λέξη: ρευστότητα

Σχετικές λέξεις: ρευστότητα

ρευστότητα εταιρείας, ρευστότητα ελληνικών τραπεζών, ρευστότητα english, ρευστότητα συνώνυμο, ρευστότητα επιχείρησης, ρευστότητα αγγλικά, ρευστότητα τραπεζών, ρευστότητα κυπριακών τραπεζών, ρευστότητα επιχειρήσεων, ρευστότητα αίματος

Συνώνυμα: ρευστότητα

ροή, τήξη, ρευστότης, μετατροπή εις μετρητά

Μεταφράσεις: ρευστότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fluidity, liquidity, liquid, liquidity of, flowability
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fluidez, liquidez, de liquidez, la liquidez, liquidez de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fließvermögen, flüssigkeit, fluidität, Liquidität, Liquiditäts, Liquiditäts-, die Liquidität
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
liquidité, fluidité, liquidités, la liquidité, de liquidité, des liquidités
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
liquidità, di liquidità, la liquidità, della liquidità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liquidez, de liquidez, a liquidez, da liquidez
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liquiditeit, de liquiditeit, liquiditeiten, liquiditeitsrisico, liquiditeitspositie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подвижность, изменчивость, текучесть, плавность, ликвидности, ликвидность, ликвидностью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
likviditet, likviditets, likviditeten, likviditets-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
likviditet, likviditets, likviditeten, likviditets-
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
likviditeetti, maksuvalmius, likviditeettiä, likviditeetin, maksuvalmiuden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
likviditet, likviditeten, likviditets-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tekutost, likvidita, likvidity, likviditu, likviditní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płynność, ciekłość, płynności, płynnością
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fluiditás, folyóképesség, fizetőképesség, likviditási, likviditás, likviditást, likviditását
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
likidite, likiditesi, bir likidite, likiditenin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плавність, плинність, мінливість, текучість, ліквідності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
likuiditet, likuiditetit, e likuiditetit, të likuiditetit, likuiditeti
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ликвидност, ликвидността, на ликвидността, на ликвидност, ликвидния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліквіднасці, ліквіднасьці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
likviidsus, likviidsuse, likviidsust, likviidsusele, likviidsusriski
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
protok, likvidnost, likvidnosti, likvidnošću, likvidnosnim
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lausafjárstaða, lausafé, lausafjárstöðu, seljanleiki, lausafjár
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likvidumo, likvidumas, likvidumą, likvidumui, likvidumo didinimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likviditātes, likviditāte, likviditāti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ликвидност, ликвидноста, на ликвидност, ликвидносниот, ликвидносни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lichiditate, de lichiditate, lichidității, lichidități, lichiditatea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
likvidnost, likvidnostno, likvidnosti, likvidnostnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nestabilita, likvidita, likvidity, likviditu
Τυχαίες λέξεις