Заливать στα ελληνικά
Μετάφραση: заливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχειλίζω, συντρίβω, πνίγω, υπερχείλιση, πνίγομαι, perfuse, αιματώνουν, διαχέει, διαποτίζουν, διαχυθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- газовщик στα ελληνικά - Gasman
- грач στα ελληνικά - πύργος, απατεών, απατώ, κορώνη, κουρούνα, κορόιδο
- договориться στα ελληνικά - τακτοποιώ, κανονίζω, συμφωνώ, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, ...
- душка στα ελληνικά - αγαπητός, αυτή, σκύβω, ακριβός, πάπια, ducky
Τυχαίες λέξεις
Заливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχειλίζω, συντρίβω, πνίγω, υπερχείλιση, πνίγομαι, perfuse, αιματώνουν, διαχέει, διαποτίζουν, διαχυθεί
Μεταφράσεις: ξεχειλίζω, συντρίβω, πνίγω, υπερχείλιση, πνίγομαι, perfuse, αιματώνουν, διαχέει, διαποτίζουν, διαχυθεί