Λέξη: σωσίας

Σχετικές λέξεις: σωσίας

σωσίας του αντώνη κανάκη, σωσίας κεφαλογιάννη, σωσίας του justin bieber, σωσίας της τζολί, σωσίας στα αγγλικά, σωσίας παπαρίζου, σωσίας της μέρκελ, σωσίας μου, σωσίας της angelina jolie, σωσίας οικονομόπουλου

Συνώνυμα: σωσίας

διπλό, δυάδα, αντίστοιχος, πανομοιότυπο, ταίρι, αντίγραφο

Μεταφράσεις: σωσίας

σωσίας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
double, counterpart

σωσίας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
duplicar, doble, reduplicar, de doble, dos, matrimonio, dobles

σωσίας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
double, zwiefach, zweifach, doppelt, verdoppeln, wiederholen, krümmen, doppelgänger, Doppel, doppelte

σωσίας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cascadeur, doubler, doublent, doublez, redoublé, double, sosie, doublons, redoubler, arrondir, deux, à double, doubles

σωσίας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
duplicare, duplice, doppio, sosia, doppione, doppia, matrimoniale, letto, fare doppio

σωσίας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pontilhar, duplo, dúplice, dobro, ponto, dupla, casal, de casal

σωσίας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tweevoudig, duplex, tweeledig, dubbel, duplicaat, dubbele, een dubbele, voor een dubbele, tweepersoons

σωσίας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дублер, раздвоенный, удваивать, прототип, двусторонний, огибать, удваиваться, центнер, сдвоить, петля, двукратный, дубликат, двойной, сдваивать, сдвоенный, дупель, дважды, двуспальная, двойное, двойная

σωσίας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dobbel, dobbelt, dobbeltrom, doble

σωσίας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dubbel, fördubbla, tvåfaldig, dubbla, dubbelsäng, dubbelt

σωσίας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tupla, kaksinkertainen, kahden hengen, hengen, kaksinkertaisen, double

σωσίας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dobbelt, dobbeltseng, dobbelte, med dobbeltseng, dobbeltklikke

σωσίας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dvojník, duplikát, zdvojený, zdvojit, dvojnásobný, opakovat, dvojí, dabovat, dvojnásobek, kaskadér, zdvojnásobit, čtyřhra, dvojitý, obeplout, poklepejte, dvoulůžkový, manželská, double

σωσίας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdwajać, dubler, podwójny, podwój, deblowy, rekontrować, podwajać, podwójnie, kontrafałda, dublować, podwajanie, powiększać, kaskader, sobowtór, dwójnasób, dublowanie, dwukrotnie, podwójne, podwójna

σωσίας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétszeresen, duplikátum, iker, kettesben, kétszeres, dupla, kettős, kétágyas, kétszemélyes, duplán

σωσίας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çift, çift kişilik, double, çifte, ikili

σωσίας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двійчастий, дупель, подвоювати, подвоїти, петля, подвійний, подвійної, подвійною, подвійного, подвійне

σωσίας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyfish, i dyfishtë, dyshe, dopio, dyfishtë

σωσίας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двойно, двоен, двойна, двойни, двойното

σωσίας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
двайны, падвойны, падвойнай

σωσίας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
topelt, kahekordse, kahekordne, kahekordset, double

σωσίας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dvostruk, dvostruki, dupli, duplikat, dvostruko, dvostruka, double, bračni

σωσίας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tvöfalda, tvöfaldur, Double, tvöfalt, tveggja manna

σωσίας στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
geminus, duplex

σωσίας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvigubas, dvigubai, dukart, dvigubo, du kartus

σωσίας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dubults, divkāršs, dubultā, veiciet dubultklikšķi, double

σωσίας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
двојно, двоен, двојното, двојна, двојни

σωσίας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dublu, dubla, dublă, Cameră cu două paturi, double

σωσίας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvoposteljna, dvojna, double, dvojno, dvojni

σωσίας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dvojitý, dvojité, fleece, dvojitá, dvojitým
Τυχαίες λέξεις